°F | °C
invalid location provided
ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ
Κυριακή, 03 Νοέμβριος 2013 20:51

 ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

ΠΑΛΛΑΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ

Η ανθρώπινη ύπαρξη υπάρχει σε τρία συν­δεόμενα μεταξύ τους επίπεδα: ως άτομο, ως κοινωνία, ως ανθρώπινο γένος. Στη διάρκεια των αιώνων μετρούσε πολύ η κοινωνία (η ομάδα, η φυλή, η κοινότητα, το έθνος) και λίγο το άτομο. Είναι εδώ και λίγους αιώνες που το άτομο άρχισε να είναι όλο και περισσότερο σημαντικό, οδηγώντας υποχρεωτικά τις κοινωνίες στις οποίες ζούμε σε ένα βαθύ μετασχηματισμό, καθιστώντας τες περισσότερο δημοκρατικές και ανοιχτές για όλους, επειδή κανείς δεν θέλει πλέον να είναι το απλό γρα­νάζι μιας κοινωνικής μηχανής, όσο καλολαδωμένη κι αν είναι αυτή.

Ωστόσο το χαρακτηριστικό γνώρισμα του αιώ­να μας -και αν δεν κάνω λάθος ακόμη περισσότερο του αιώνα που έρχεται- είναι η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι ανήκουμε σε ένα και το ίδιο ανθρώπινο γένος και ότι η ανθρωπότητα πρέπει να προσπαθήσει να σωθεί όλη μαζί... διαφορετικά θα χαθούμε όλοι, άλλος πριν κι άλ­λος μετά. Το να μιλάμε για «ανθρώπινο γένος» ή καλύτερα για «ανθρωπότητα» δεν σημαίνει ότι χρησιμοποιούμε μια καθαρά βιολογική έν­νοια (όπως όταν ταξινομούμε άλλα ζωικά ή φυτικά είδη) αλλά ότι αποβλέπουμε σε ένα κοινό σχέδιο, σε έναν τρόπο κατανόησης της ανθρώπι­νης ουσίας με αφετηρία τη θεμελιώδη αδελφοσύνη της. Ισοδυναμεί με κάτι που θα μπορούσα­με να το συνοψίσουμε ως εξής: το να είσαι άν­θρωπος σημαίνει ότι δεν θα κατορθώσεις να κα­τανοήσεις τον εαυτό σου αν παραγνωρίσεις και αγνοήσεις τους υπόλοιπους ομοίους σου. Ένας Λατίνος συγγραφέας λέει: «Είμαι άνθρωπος και τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο».

Για να μιλήσουμε σοβαρά: το να ζούμε έτσι δεν είναι διόλου βολικό, κυρίως αν θέλουμε να προχωρήσουμε πέρα από τα ω­ραία λόγια. Λεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο α­πό το να αγαπάει κανείς την ανθρωπότητα αφηρημένα, ιδίως όταν θέλει να εμφανιστεί α­νώτερος για να προξενήσει καλή εντύπωση. Στο κάτω-κάτω κανείς, από μας δεν θα συνα­ντήσει ποτέ την κυρία Ανθρωπότητα ούτε θα υ­ποχρεωθεί να της παραχωρήσει τη θέση του στο λεωφορείο. Αλλά αυτό που είναι αληθινά δύσκολο είναι να σεβόμαστε τις άλλες ζωντα­νές ανθρώπινες υπάρξεις και είναι ακόμη πιο δύσκολο αν αυτές είναι «παράξενες», αν έρχο­νται από μακριά, αν μιλούν μιαν άλλη γλώσ­σα και έχουν μιαν άλλη πίστη, όπως ήδη συμ­βαίνει σε πολλές από τις πόλεις μας. Να σεβόμαστε τον πλησίον μας, που μας μοι­άζει, είναι αρκετά  πρόδηλο,  επειδή κατά κάποιον τρόπο ισοδυναμεί με το να σεβόμαστε τους εαυτούς μας, δεδομένου ότι εί­μαστε σαν κι αυτόν. Η δυσκολία αρχίζει όταν πρέπει να αποδεχθούμε τον διαφορετικό, τον άγνωστο, τον ξένο, το μετανάστη.

Τελικά, εμείς οι άνθρωποι είμαστε αγελαία -ζώα και συνεπώς μας αρέσει να ζούμε στην αγέλη, δηλαδή ανάμεσα σε αυτούς που μας μοι­άζουν περισσότερο. Να ζούμε στην αγέλη είναι σαν να ζούμε μπροστά σε έναν καθρέφτη. Γύρω μας βλέπουμε πάντοτε πρόσωπα που αντανακλούν το δικό μας, που μιλούν όπως εμείς, που τρώνε ια ίδια πράγματα, που γελούν ή κλαίνε για τους ίδιους με μας λόγους. Αλλά ξαφνικά φτάνει κάποιος που δεν ανήκει σιη δική μας ο­μάδα, που έχει διαφορετική μυρουδιά ή διαφορετικό χρώμα, που μιλάει μιαν άλλη γλώσσα. Τότε το αγελαίο ζώο που βρίσκεται μέσα στον καθένα από μας τρομάζει, αρχίζει να δυσπιστεί, νιώθει σαν να βρίσκεται σε κίνδυνο, νομίζει ό­τι έχει δεχθεί «εισβολή». Με δύο λόγια, να που γινόμαστε επιθετικοί και επικίνδυνοι...

Επειδή δεν αυξάνονται μόνον οι κάτοικοι του πλανήτη αλλά και οι δυνατότητες τους να ταξιδεύουν και να επικοινωνούν, η πα­ρουσία «ξένων» στην αγέλη μας ή στη φυλή μας αυξάνεται διαρκώς. Αν ζεις σε μια μεγάλη πόλη, θα το έχεις ήδη αρκετά καλά αντιλη­φθεί. Αν σπουδάζεις σε ένα εκπαιδευτικό κέ­ντρο καθώς πρέπει, από εκείνα που δεν απο­κλείουν κανέναν ούτε κάνουν διακρίσεις σε βάρος κανενός προκειμένου να διατηρήσουν την απάνθρωπη αγελαία «καθαρότητα» τους, ί­σως στο σχολείο ή στο ινστιτούτο που συχνάζεις κάθεσαι πλάι σε κάποιον που δεν είναι ακρι­βώς ένας «καθρέφτης» για σένα, αλλά που πα­ρουσιάζεται με έναν τρόπο αρκετά διαφορετι­κό. Και είναι πολύ πιθανό ότι στην αρχή θα εί­χες προβλήματα, όπως προφανώς θα είχε και ο άλλος. Τώρα γνωρίζεις ότι πρόκειται να ε­γκαινιάσετε κάτι κοινό: να νιώθετε και να γνω­ρίζετε ότι είστε «διαφορετικοί» από αυτόν που ωστόσο ζει στο πλάι σας. Αλλά, αν ελέγξεις τα αγελαία σου ένστικτα, αν δεν ακούσεις τα βα­θιά μουγκανητά του κουτού ζώου που είναι παγιδευμένο μέσα σου, θα ανακαλύψεις αμέσως ότι με αυτόν τον ξένο έχεις πολύ περισσότερα κοινά πράγματα από όσα είναι εκείνα που φαι­νομενικά σε ξεχωρίζουν από αυτόν.

Θα καταλάβεις ότι μοιάζετε  στα θεμελιώδη πράγματα, ότι και αυτός ή αυτή γεννήθηκε και αγαπάει και παλεύει και γνωρίζει, ακριβώς ό­πως κι εσύ, ότι μια μέρα θα πεθάνει. Θα καταλάβεις ότι, όπως κι εσύ, έχει κι αυτός ανάγκη από λόγια και από κατανόηση, από υποστήριξη και από αναγνώριση.

Μου έρχεται τώρα στο νου μια ιστορία κι­νουμένων σχεδίων των Σίμπσον. Ο Όμηρος πάει να επισκεφτεί ένα είδος τρελοκομείου, οπού του δείχνουν ένα πολύ παράξενο, άγριο και τριχωτό τύπο. Οι γιατροί λένε ότι κανείς δεν έχει ακούσει ποτέ αυτό το τέρας να προφέρει την παραμικρή ανθρωπινή κουβέντα. Ο Όμηρος τότε τον χαιρετάει: «γεια σου». Και το αγρίμι γρυλίζει: «Γεια». Όλοι οι γιατροί σπεύδουν να μελετήσουν το θαύμα, ενώ το υποτιθέμε­νο χέρας μουρμουρίζει: «Και­ρός ήταν να με χαιρετήσει κάποιος!» Τις περισσότερες φορές ο άλλος καταλήγει να μοιάζει ακατανόητος, επειδή κανείς δεν έχει την υπομονή να κάνει τον κόπο να προσπαθήσει να τον καταλάβει...

Στην καστιλιάνικη γλώσ­σα, όπως εξάλλου και στα ιταλικά, η λέξη ospite (φιλοξενούμενος) υποδεικνύει δυο φαινομενικά αντιτιθέμενους ρόλους: το ρόλο εκείνου που διαμένει σε σπίτι άλλων και το ρο­λό εκείνου που αντίθετα φιλοξενεί έναν άλλο στο σπίτι του. Αλλά ίσως αυτή η διπλή χρήση, που μας μπερδεύει λίγο, περικλείει μέσα της μια πολύ βαθιά αλήθεια για την ανθρώπινη κατάσταση.

Γιατί όλοι είμαστε την ίδια στιγμή ο ξένος που έγινε δεκτός στο σπίτι άλλων και ο αμφιτρύωνας που τον φιλοξενεί και πρέπει να ενδιαφέρεται για την ευημερία του. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε -και μην ξεχνάτε ότι το να γεννιέσαι είναι σαν «να φαίνεις σε μια ξένη χώρα», όπως έλεγε ένας αρχαίος Έλλη­νας- εξαρτώμεθα από τη φιλοξενία που άλλοι θα θελήσουν να μας δώσουν και δίχως την ο­ποία δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε. Κι ω­στόσο είμαστε εμείς που σύντομα πρέπει να ασχοληθούμε με τους άλλους, οι οποίοι ήρθαν μετά από μας, προσπαθώντας να τους κάνουμε  να  νιώθουν όσο το δυνατό σαν στο σπίτι τούς.

Να μην αναρωτιέσαι τι δικαίωμα έχει ο άλλος στη φιλοξενία σου. Να θυμάσαι μόνο ότι και συ είχες ανάγκη από αυτήν και την είχες. Να θυμάσαι ότι ήθελες να την έχεις και να αντιμετω­πίζεις τον άλλον όπως θα ήθελες να αντιμετωπίσουν κι εσένα και όχι όπως στην πράξη σε αντιμετώπισαν. Σε τελευταία ανάλυση όλοι οι άνθρωποι είναι μετανάστες σε αυτόν τον πλανήτη και σίγουρα όποιος έρχεται από μιαν άλλη χώρα δεν έρχεται από πιο μακριά ούτε είναι πιο ξένος από εκείνον που για πρώτη φορά βγαίνει από την κοιλία της μητέρας του.     

Ίσως όλη η ηθική, για την οποία γίνεται τόσος λόγος, να μπορεί να συνοψιστεί στο σεβασμό των άγραφων νομών της φιλοξενίας. Σε ό­λες τις εποχές και σε όλους τους τόπους το να συμπεριφερόμαστε με φιλόξενο τρόπο σε ό­ποιον έχει ανάγκη, και γι’ αυτό μας μοιάζει, σημαίνει ότι είμαστε πραγματικά ανθρώπινοι...