°F | °C
invalid location provided
Για την Μεταπολίτευση
Τρίτη, 11 Αύγουστος 2020 15:49

Σίμος Ανδρονίδης

«Ή, διαζευκτικό, σεμνή συνέπεια στο μυστήριο της αοριστίας, βαθιά ανταπόκριση στην πολλαπλότητα ουσιών και φαινομένων, μ’ εσένανε βολεύουμε κι εμείς τις δυσκολίες του βίου και του ονείρου, τις τόσες αποχρώσεις κι εκδοχές του μαύρου έως το αόρατο άσπρο» (Γιάννης Ρίτσος, ‘Το διαζευκτικό «ή»).

Στις 24 Ιουλίου συμπληρώθηκαν 46 χρόνια από την κομβική και κρίσιμη ημερομηνία της 24ης Ιουλίου 1974, όταν η συγκρότηση της κυβέρνησης ‘Εθνικής Ενότητας’ με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, σηματοδότησε την μετάβαση προς ό,τι αποκλήθηκε στη δημόσια σφαίρα, ως ‘Μεταπολίτευση.’ Η Μεταπολίτευση ως σχήμα πολιτικής-πολιτειακής οργάνωσης (ας μην ξεχνάμε εδώ το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου του 1974 για τη μορφή του πολιτεύματος), συγκροτείται άμεσα και προσδιορίζεται, ως «δημοκρατική τομή»,[1] για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Νίκου Πουλαντζά, η συγκριτική μελέτη του οποίου για τις δικτατορίες του Μεσογειακού-ευρωπαϊκού Νότου (Ελλάδα-Πορτογαλία-Ισπανία) αποτελεί και σήμερα, σημείο αναφοράς και για τους όρους και τις προϋποθέσεις της μετάβασης από ένα στρατιωτικό-δικτατορικό καθεστώς σε μία δημοκρατία κοινοβουλευτικού τύπου.

Η μετάβαση συντελείται, εντός του πλαισίου πτώσης της επτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974), υπό το διπλό βάρος της πρώτης φάσης της Τουρκικής στρατιωτικής εισβολής στην Κύπρο και της συνακόλουθης κατάληψης από την Τουρκία, του βόρειου τμήματος του νησιού, εξέλιξη που διαπερνά και σήμερα, ιστορικά-πολιτικά-μνημονικά, το πεδίο των ελληνο-τουρκικών σχέσεων.

Ιδωμένη λοιπόν ως δημοκρατική τομή, κατά τον Νίκο Πουλαντζά, και αλλιώς ως εγκάρσια πολιτική τομή ευρύτερης σημασίας, η Μεταπολίτευση, η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία (στην επίσημη ονομασία επιλέγεται το πρόσημο της Δημοκρατίας), διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε σε διάφορες φάσεις, προσιδίασε προς την κατεύθυνση δημιουργίας ενός κομματικού-πολιτικού συστήματος που αρθρώθηκε γύρω από την επιρροή της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ,[2] εγγράφοντας ένα φορτισμένο δημοκρατικό πρόσημο, κάτι που θεωρούμε ό,τι επιτρέπει ανάγλυφα να παρατηρήσουμε την ποιοτική διαφοροποίηση της όχι μόνο από το άμεσο παρελθόν (στρατιωτική δικτατορία), όσο και από την μετεμφυλιακή-μεταπολεμική περίοδο.

Και αυτό το ‘φορτισμένο’ δημοκρατικό πρόσημο, θεωρούμε πως εμπερικλείει και το κομματικό-πολιτικό σύστημα της περιόδου της πρώιμης Μεταπολίτευσης,[3] συμπεριλαμβάνοντας την συγκρότηση και εμπέδωση θεσμών που προσέδωσαν στην λεγόμενη Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία περιεχόμενο και βάθος που της επέτρεψαν να σταθεί σε άμεσες απειλές, όπως ήταν η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος τον Φεβρουάριο του 1975 (το πραξικόπημα της ‘πιτζάμας’). Σε αυτή την διαδικασία της εμπέδωσης και στερέωσης σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν και οι διεκδικήσεις προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού, του λαϊκού παράγοντα, εκεί όπου, η κυβέρνηση, οι πολιτικές δυνάμεις, οι θεσμοί του κράτους ευρύτερα, βρίσκονταν σε ώσμωση με τις προσδοκίες και τις διάφορες κοινωνικές διεκδικήσεις.

Το κράτος δικαίου, η νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ), η επιλογή της Αβασίλευτης Δημοκρατίας, η κατάργηση ενός πλέγματος χουντικών και μη, νόμων που παρέπεμπαν και στο μετεμφυλιακό καθεστώς ‘εκτάκτου ανάγκης,’ συνθέτουν ένα ευρύτερο πλαίσιο που εν προκειμένω σχετίζεται με την Μεταπολίτευση ως εν εξελίξει διαδικασία εκδημοκρατισμού και σε ένα δεύτερο επίπεδο, θεσμικού εκσυγχρονισμού. Εδώ ενσκήπτει μία εκ των βασικών σημείων ποιοτικής διαφοροποίησης της Μεταπολίτευσης από πρωθύστερες μορφές πολιτικής και κρατικής οργάνωσης που εν πολλοίς, ενσωμάτωναν εντός τους το συμβάν του τριετούς Εμφυλίου Πολέμου (1946-1939) και των κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών προεκτάσεων του.

Εάν, για παράδειγμα, το μεταπολεμικό πλέγμα εξουσίας, η, κατά την εύστοχη διατύπωση του Ηλία Νικολακόπουλου, ‘καχεκτική δημοκρατία’ που αντλούσε από το περίγραμμα ενός πολωμένου, πολιτικοϊδεολογικά, αντι-κομμουνισμού, που ως λόγος και ως επίσημη αφήγηση συνδέονταν με την ύπαρξη διαφόρων πόλων εξουσίας, τότε, η Μεταπολιτευτική περίοδος, απέκτησε θεσμικά αντίβαρα που τροφοδοτούνταν από το πλαίσιο του κράτους Δικαίου και της διάκρισης των εξουσιών, νομιμοποιούμενη, πολιτικά, από το υπόδειγμα της ‘Αλλαγής,’ που άρχισε να αποκτά περιεχόμενο, και σε πρωτόλεια μορφή, πριν από την άνοδο του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος στην εξουσία, τον Οκτώβριο του 1981.

Έχουμε να κάνουμε με μία διαδικασία δυναμική που δεν εξελίσσονταν εκτός των ευρύτερων ευρωπαϊκών διεργασιών, όπως απαντώνταν και σε χώρες της Νότιας Ευρώπης, προσέδιδε βάρος σε έναν, ιδιαίτερου τύπου, ‘ακτιβιστικό συνταγματισμό’ (βλέπε το Σύνταγμα του 1975), ενσωματώνοντας χαρακτηριστικά που συνετέλεσαν στη δημιουργία μίας Μεταπολιτευτικής δημόσιας σφαίρας. Είναι εκεί όπου πολιτικοί και δημοσιολόγοι, ακτιβιστές και διαμαρτυρόμενοι, άρθρωναν λόγο παρεμβατικό, ενίοτε εκφραστικό, προσδιορίζοντας το πεδίο της και πολιτισμικής ‘ελευθερίας,’ η οποία, αντίστροφα, νοείται ως άμβλυνση και άρση της αυτο-λογοκρισίας.

Η διαμορφούμενη διαδικασία δημοκρατικού-θεσμικού τύπου που ακολουθούσε τον άξονα δια-πάλη ιδεών, δημόσιος διάλογος, πολιτικά κόμματα, εκλογές, διασφάλιση της δημοκρατικής θέσμισης που στον πυρήνα της ενυπάρχει η ιδιωτική και δημόσια σφαίρα, εμβαθύνθηκε και συμπληρώθηκε από την ανάδυση κοινωνικών θεσμών, της κοινωνικής Μεταπολίτευσης, εάν είναι δόκιμος ο όρος, κύρια μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981. Οι κυβερνητικές του πολιτικές κινήθηκαν στον άξονα των μεταρρυθμιστικών τομών σε διάφορους τομείς, τον ‘πειραματισμό’ γύρω από την άσκηση οικονομικής πολιτικής, σχετικό με την Σοσιαλιστική πολιτική ιδεολογία του κόμματος, την συγκρότηση κράτους πρόνοιας, και, του Εθνικού Συστήματος Υγείας, στρατηγική που ενέταξε την Ελλάδα στη χάρτα των χωρών που προσφέρουν δημόσιες παροχές υγείας.

Όπως επισημαίνει ο Αριστομένης Συγγελάκης στην τεκμηριωμένη ανάλυση του για την συγκρότηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας από την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, «μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 η Ελλάδα είχε το αρνητικό «προνόμιο» να είναι η μόνη χώρα-μέλος της τότε ΕΟΚ που δεν διέθετε Δημόσιο Σύστημα Υγείας».[4] Το ΠΑΣΟΚ ως καθαυτό κόμμα της Μεταπολίτευσης, συνέβαλλε στην νοηματοδότηση της, θα μπορούσαμε να πούμε, και ευρωπαϊκώ τω τρόπω. Έτσι, η αρχική διαφωνία έως αποδοκιμασία της ένταξης της Ελλάδος στην ΕΟΚ μετασχηματίζεται σε κριτική αποδοχή και σταδιακή και διεκδικητικά αρθρωμένη υποστήριξη της, φθάνοντας έως του σημείου, της στρατηγικής ένταξης της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ).

Στο ίδιο διάστημα, οι θεσμοί και η Μεταπολιτευτική Δημοκρατία αποτέλεσαν, ‘κοινό τόπο,’ σημείο αναφοράς που περιείχε το κοινωνικό-πολιτικό παρόν ως κεκτημένο. Έχοντας διανύσει την δεκαετία της βαθιάς κρίσης[5] του ελληνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, με απλοϊκές αφηγήσεις διαφόρων πολιτικών πλευρών να κάνουν λόγο για την Μεταπολίτευση (η Μεταπολίτευση ως ‘σειρήνα’ και ως ‘ενοχή’), ως ‘ενσάρκωση’ του κομματικού ‘λαϊκισμού,’[6] της ‘αναξιοκρατίας,’ της ‘διαφθοράς’ και του ‘πελατειασμού’ ως τρόπου του πολιτεύεσθαι, και, κατά βάση, για την Μεταπολίτευση ως συνώνυμο της ‘κρίσης,’ οφείλουμε να θέτουμε στο επίκεντρο την Μεταπολίτευση εν ευρεία εννοία, αναδεικνύοντας, κάτι που έχει παραγνωρισθεί έως έναν βαθμό, τα σημαντικά επιτεύγματα της, με διακύβευμα για το άμεσο μέλλον, το πως θα καταστεί κοινωνικά αντιπροσωπευτική, πολιτικά πληρέστερη, δημοκρατικά στοχευμένη.[7]

Να ομνύεις στη Μεταπολίτευση σημαίνει να την υπερασπίζεσαι για αυτό που είναι: Ένα ανοιχτό δημοκρατικό μωσαϊκό που συνέβαλε στην επανεπινόηση του συλλογικού μας εαυτού. Σημαίνει το να αντιτιθέμεθα στην ιστορική λήθη και στην επιχειρούμενη σχετικοποίηση της, κάτι που έπραττε τμήμα των ‘Αγανακτισμένων,’ ομνύοντας στο ανιστορικό σύνθημα ‘Η χούντα δεν τελείωσε το 73.’ Σημαίνει τελικά, να επεξεργαζόμαστε τις προεκτάσεις της στον χρόνο, αναφερόμενοι στην παρουσία και στον πολιτικό λόγο πολιτικών-κοινοβουλευτικών προσώπων, που συνέδραμαν στην δημοκρατική- κοινοβουλευτική της πλαισίωση.

Η όλη ιστορική πορεία της, και διαμέσου αντιφάσεων-αντιθέσεων και παραλείψεων, σφράγισε το τελευταίο τέταρτο του ελληνικού εικοστού αιώνα, σημαίνοντας και την είσοδο της χώρας στον 21ο αιώνα. Θα μπορούσαμε να αποδώσουμε τη πορεία της ως ένα ιδιότυπο καρουσέλ που χρησιμοποιούσε διάφορους σταθμούς, στο σημείο όπου οι σημαντικοί κοινωνικοί και πολιτικοί δρώντες, έδιναν την δική τους εικόνα και εκδοχή για αυτό το καρουσέλ, που υπήρξε ελληνικό και ευρωπαϊκό.

Η Μεταπολίτευση δεν υπήρξε θεσμικό κακέκτυπο, αλλά, αντιθέτως, προϊόν ιστορικών-κοινωνικοπολιτικών διεργασιών, πεδίο εφαρμοσμένης δημοκρατίας, αποκαλύπτοντας διαφορετικές εκδοχές της νεο-ελληνικής ταυτότητας. Η πολιτικοποίηση συμβάδισε ή αλλιώς, μπολιάστηκε με προσεγγίσεις της ιστορικής μνήμης. Άμεσης και μη. Πάνω στην επίκληση του ονόματος της, διαμορφώθηκαν ιδεολογίες και ταυτίσεις.



Βλέπε σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Η Κρίση των Δικτατοριών. Πορτογαλία-Ελλάδα-Ισπανία,’ Μετάφραση: Αγριαντώνη Χριστίνα, Αποστολόπουλος Απόστολος, Επιμέλεια: Ελεφάντης Άγγελος, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς/ Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 2006, σελ. 88.

Τα πολιτικά κόμματα υπήρξαν διαμεσολαβητές κοινωνικής κινητικότητας.

Η Μεταπολίτευση ως ιστορικό συμβάν, ως η Πουλαντζική «δημοκρατική τομή», δεν κατέστη ενιαία και αδιαίρετη, αλλά, αντιθέτως, ενέγραψε διάφορες φάσεις εξέλιξης έως μετεξέλιξης. Εν συντομία, μία ιστορική περιοδολόγηση, μας επιτρέπει να πούμε πως η Μεταπολίτευση διακρίνεται στις εξής φάσεις: Η φάση της πρώιμης Μεταπολίτευσης που σχηματικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως διαρκεί έως το 1985, όταν και εκκινεί η δεύτερη κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ, η φάση της ενδιάμεσης Μεταπολίτευσης που αφορά το χρονικό διάστημα 1985-1996, (το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα του Κώστα Σημίτη), και, η περίοδος της ύστερης Μεταπολίτευσης που φθάνει έως το 2009. Μία τέταρτη περίοδος ή φάση, μπορεί να είναι η αποκαλούμενη κρισιακή, που διαπλέκεται με την εκδήλωση και τα χαρακτηριστικά της βαθιάς κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κρίσης, όταν και στρατηγικές επιλογές του προηγούμενου διαστήματος, τέθηκαν σε διαπραγμάτευση.

Βλέπε σχετικά, Συγγελάκης Αριστομένης, ‘Ενάντια στην παλίρροια του μονεταρισμού: Η τομή του ΕΣΥ ως ορόσημο του ανολοκλήρωτου εγχειρήματος οικοδόμησης κράτους πρόνοιας στην Ελλάδα,’ στο: Ασημακόπουλος Βασίλης & Τάσσης Χρύσανθος, (επιμ.), ‘ΠΑΣΟΚ 1974-2018. Πολιτική οργάνωση, Ιδεολογικές μετατοπίσεις, Κυβερνητικές πολιτικές,’ Πρόλογος: Σπουρδαλάκης Μιχάλης, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 2018, σελ. 774.

Για μία εμπεριστατωμένη και επιστημονική θεώρηση των εσωτερικών και εξωτερικών αιτίων εκδήλωσης της οικονομικής κρίσης του 2008-2009, με πινελιές πολιτικής κριτικής που εντάσσεται σε μία λογική παρέμβασης στην όλη συζήτηση περί κρίσης, βλέπε σχετικά, Καζάκος Πάνος, ‘Τέλος των ψευδαισθήσεων; Ελεγχόμενες πτωχεύσεις, οικονομική κρίση και μνημόνια (2009-2019), Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2020.

Κάνουμε μία υπόθεση εργασίας, λέγοντας πως, η κοινωνική, πολιτική και εκλογική συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ, συνδέθηκε με μία εν γένει αρνητική πρόσληψη της Μεταπολίτευσης, υπό το πρίσμα του μοτίβου εκείνου που θέλει το ΠΑΣΟΚ να ‘εκτρέφει’ τον Μεταπολιτευτικό ‘ανορθολογικό λαϊκισμό’ παράγοντας ‘σημεία και τέρατα.’

Την εκδοχή μίας ‘από τα κάτω’ νοούμενης πρόσληψης της Μεταπολίτευσης, με άξονα την δραστηριοποίηση εν καιρώ πανδημικής κρίσης και καραντίνας, επαγγελμάτων όπως διανομείς γρήγορου φαγητού, νοσηλευτές, εργαζόμενοι στους δήμους (ο εκσυγχρονισμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης υπήρξε χαρακτηριστικό στοιχείο της Μεταπολίτευσης), εξέφρασε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου στον φετινό τελετουργικό εορτασμό για την 46η επέτειο της, προσκαλώντας στη δεξίωση του προεδρικού μεγάρου τις ως άνω επαγγελματικές κατηγορίες.